- αντισυλληπτικός
- -ή, -ό(για φάρμακα ή άλλα μέσα) αυτός που εμποδίζει τη σύλληψη κατά τη γενετήσια επαφή.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αντισυλληπτικός — ή, ό 1. αυτός που αποτρέπει τη σύλληψη. 2. το ουδ. ως ουσ., αντισυλληπτικό φάρμακο (ή συσκευή) που εμποδίζει τη σύλληψη στη διάρκεια της σεξουαλικής επαφής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)